Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπανατἑλλω
ἀπαναχωρέω
ἀπανδόκευτος
ἀπανδρίζομαι
ἀπανδρόομαι
ἀπανεμία
ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
ἀπανθέω
ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
ἀπανθράκισμα
ἀπανθρακόω
ἀπανθρωπέομαι
ἀπανθρωπία
ἀπανθρωπίζομαι
ἀπάνθρωπος
View word page
ἀπανθίζω
to pluck off flowers

ShortDef

to pluck off flowers

Debugging

Headword:
ἀπανθίζω
Headword (normalized):
ἀπανθίζω
Headword (normalized/stripped):
απανθιζω
IDX:
9970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9971
Key:

Data

{'content': 'to pluck off flowers'}