Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαναπαύομαι
ἀπανάστασις
ἀπανατἑλλω
ἀπαναχωρέω
ἀπανδόκευτος
ἀπανδρίζομαι
ἀπανδρόομαι
ἀπανεμία
ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
ἀπανθέω
ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
ἀπανθράκισμα
ἀπανθρακόω
ἀπανθρωπέομαι
ἀπανθρωπία
View word page
ἀπανθέω
to leave off blooming, fade, wither

ShortDef

to leave off blooming, fade, wither

Debugging

Headword:
ἀπανθέω
Headword (normalized):
ἀπανθέω
Headword (normalized/stripped):
απανθεω
IDX:
9968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9969
Key:

Data

{'content': 'to leave off blooming, fade, wither'}