Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπανάλωσις
ἀπαναπαύομαι
ἀπανάστασις
ἀπανατἑλλω
ἀπαναχωρέω
ἀπανδόκευτος
ἀπανδρίζομαι
ἀπανδρόομαι
ἀπανεμία
ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
ἀπανθέω
ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
ἀπανθράκισμα
ἀπανθρακόω
ἀπανθρωπέομαι
View word page
ἀπάνευθε
afar off, far away

ShortDef

afar off, far away

Debugging

Headword:
ἀπάνευθε
Headword (normalized):
ἀπάνευθε
Headword (normalized/stripped):
απανευθε
IDX:
9967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9968
Key:

Data

{'content': 'afar off, far away'}