Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαναλίσκω
ἀπανάλωσις
ἀπαναπαύομαι
ἀπανάστασις
ἀπανατἑλλω
ἀπαναχωρέω
ἀπανδόκευτος
ἀπανδρίζομαι
ἀπανδρόομαι
ἀπανεμία
ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
ἀπανθέω
ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
ἀπανθράκισμα
ἀπανθρακόω
View word page
ἀπανεμόομαι
to be blown down

ShortDef

to be blown down

Debugging

Headword:
ἀπανεμόομαι
Headword (normalized):
ἀπανεμόομαι
Headword (normalized/stripped):
απανεμοομαι
IDX:
9966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9967
Key:

Data

{'content': 'to be blown down'}