Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαναισιμόω
ἀπαναισχυντέω
ἀπαναλίσκω
ἀπανάλωσις
ἀπαναπαύομαι
ἀπανάστασις
ἀπανατἑλλω
ἀπαναχωρέω
ἀπανδόκευτος
ἀπανδρίζομαι
ἀπανδρόομαι
ἀπανεμία
ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
ἀπανθέω
ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
View word page
ἀπανδρόομαι
to become manly, come to maturity

ShortDef

to become manly, come to maturity

Debugging

Headword:
ἀπανδρόομαι
Headword (normalized):
ἀπανδρόομαι
Headword (normalized/stripped):
απανδροομαι
IDX:
9964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9965
Key:

Data

{'content': 'to become manly, come to maturity'}