Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαναίνομαι
ἀπαναισιμόω
ἀπαναισχυντέω
ἀπαναλίσκω
ἀπανάλωσις
ἀπαναπαύομαι
ἀπανάστασις
ἀπανατἑλλω
ἀπαναχωρέω
ἀπανδόκευτος
ἀπανδρίζομαι
ἀπανδρόομαι
ἀπανεμία
ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
ἀπανθέω
ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
View word page
ἀπανδρίζομαι
stand manfully

ShortDef

stand manfully

Debugging

Headword:
ἀπανδρίζομαι
Headword (normalized):
ἀπανδρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
απανδριζομαι
IDX:
9963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9964
Key:

Data

{'content': 'stand manfully'}