Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαναγκάζω
ἀπανάγνωσμα
ἀπαναίνομαι
ἀπαναισιμόω
ἀπαναισχυντέω
ἀπαναλίσκω
ἀπανάλωσις
ἀπαναπαύομαι
ἀπανάστασις
ἀπανατἑλλω
ἀπαναχωρέω
ἀπανδόκευτος
ἀπανδρίζομαι
ἀπανδρόομαι
ἀπανεμία
ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
ἀπανθέω
ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
View word page
ἀπαναχωρέω
pass away
ShortDef
pass away
Debugging
Headword:
ἀπαναχωρέω
Headword (normalized):
ἀπαναχωρέω
Headword (normalized/stripped):
απαναχωρεω
IDX:
9961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9962
Key:
Data
{'content': 'pass away'}