Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄδαρτος
ἄδασμος
ἄδαστος
ἀδαχέω
ἄδδιξ
ἀδεαλτόω
ἀδεής
ἀδεής2
ἀδέητος
ἄδεια
ἄδεια2
Ἀδειγάνες
ἀδειγμάτιστος
ἄδεικτος
ἄδειλος
Ἀδείμαντος
ἀδείμαντος
ἄδειμος
ἄδειπνος
ἀδεισιβόας
ἀδεισιδαιμονία
View word page
ἄδεια2
abundance, plenty

ShortDef

freedom from fear: safe conduct, indemnity
abundance, plenty

Debugging

Headword:
ἄδεια2
Headword (normalized):
ἄδεια
Headword (normalized/stripped):
αδεια2
IDX:
995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-996
Key:

Data

{'content': 'abundance, plenty'}