Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαμφίασις
ἀπαμφιέννυμι
ἀπαμφίζω
ἀπαναγιγνώσκω
ἀπαναγκάζω
ἀπανάγνωσμα
ἀπαναίνομαι
ἀπαναισιμόω
ἀπαναισχυντέω
ἀπαναλίσκω
ἀπανάλωσις
ἀπαναπαύομαι
ἀπανάστασις
ἀπανατἑλλω
ἀπαναχωρέω
ἀπανδόκευτος
ἀπανδρίζομαι
ἀπανδρόομαι
ἀπανεμία
ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
View word page
ἀπανάλωσις
consumption

ShortDef

consumption

Debugging

Headword:
ἀπανάλωσις
Headword (normalized):
ἀπανάλωσις
Headword (normalized/stripped):
απαναλωσις
IDX:
9957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9958
Key:

Data

{'content': 'consumption'}