Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαμπίσχω
ἀπαμπλακεῖν
ἀπαμύνω
ἀπαμφιάζω
ἀπαμφίασις
ἀπαμφιέννυμι
ἀπαμφίζω
ἀπαναγιγνώσκω
ἀπαναγκάζω
ἀπανάγνωσμα
ἀπαναίνομαι
ἀπαναισιμόω
ἀπαναισχυντέω
ἀπαναλίσκω
ἀπανάλωσις
ἀπαναπαύομαι
ἀπανάστασις
ἀπανατἑλλω
ἀπαναχωρέω
ἀπανδόκευτος
ἀπανδρίζομαι
View word page
ἀπαναίνομαι
to disown, reject

ShortDef

to disown, reject

Debugging

Headword:
ἀπαναίνομαι
Headword (normalized):
ἀπαναίνομαι
Headword (normalized/stripped):
απαναινομαι
IDX:
9953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9954
Key:

Data

{'content': 'to disown, reject'}