Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
ἀπαμάω2
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
ἀπαμβρακόομαι
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
ἀπαμέλγω
ἀπαμελέομαι
ἀπαμέργομαι
ἀπαμεύς
ἀπαμήτωρ
ἀπαμοιβή
ἀπαμπαίομαι
ἀπαμπίσχω
ἀπαμπλακεῖν
View word page
ἀπαμείβομαι
to reply, answer

ShortDef

to reply, answer

Debugging

Headword:
ἀπαμείβομαι
Headword (normalized):
ἀπαμείβομαι
Headword (normalized/stripped):
απαμειβομαι
IDX:
9934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9935
Key:

Data

{'content': 'to reply, answer'}