Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
ἀπαμάω2
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
ἀπαμβρακόομαι
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
ἀπαμέλγω
ἀπαμελέομαι
ἀπαμέργομαι
ἀπαμεύς
ἀπαμήτωρ
ἀπαμοιβή
ἀπαμπαίομαι
ἀπαμπίσχω
View word page
ἀπαμβρακόομαι
to be patient, endure

ShortDef

to be patient, endure

Debugging

Headword:
ἀπαμβρακόομαι
Headword (normalized):
ἀπαμβρακόομαι
Headword (normalized/stripped):
απαμβρακοομαι
IDX:
9933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9934
Key:

Data

{'content': 'to be patient, endure'}