Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
ἀπαμάω2
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
ἀπαμβρακόομαι
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
ἀπαμέλγω
ἀπαμελέομαι
ἀπαμέργομαι
ἀπαμεύς
ἀπαμήτωρ
ἀπαμοιβή
ἀπαμπαίομαι
View word page
ἀπαμβλύνω
to blunt the edge of

ShortDef

to blunt the edge of

Debugging

Headword:
ἀπαμβλύνω
Headword (normalized):
ἀπαμβλύνω
Headword (normalized/stripped):
απαμβλυνω
IDX:
9932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9933
Key:

Data

{'content': 'to blunt the edge of'}