Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
ἀπαμάω2
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
ἀπαμβρακόομαι
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
ἀπαμέλγω
View word page
ἁπαλφιτίζω
mix

ShortDef

mix

Debugging

Headword:
ἁπαλφιτίζω
Headword (normalized):
ἁπαλφιτίζω
Headword (normalized/stripped):
απαλφιτιζω
IDX:
9926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9927
Key:

Data

{'content': 'mix'}