Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
ἀπαμάω2
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
ἀπαμβρακόομαι
ἀπαμείβομαι
ἀπαμείρω
View word page
ἁπαλυσμός
making plump
ShortDef
making plump
Debugging
Headword:
ἁπαλυσμός
Headword (normalized):
ἁπαλυσμός
Headword (normalized/stripped):
απαλυσμος
IDX:
9925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9926
Key:
Data
{'content': 'making plump'}