Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
ἀπαμάω2
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
ἀπαμβρακόομαι
ἀπαμείβομαι
View word page
ἁπαλύνω
to soften
ShortDef
to soften
Debugging
Headword:
ἁπαλύνω
Headword (normalized):
ἁπαλύνω
Headword (normalized/stripped):
απαλυνω
IDX:
9924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9925
Key:
Data
{'content': 'to soften'}