Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
ἀπαμάω2
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
ἀπαμβρακόομαι
View word page
ἁπαλυντής
worker of hides, currier

ShortDef

worker of hides, currier

Debugging

Headword:
ἁπαλυντής
Headword (normalized):
ἁπαλυντής
Headword (normalized/stripped):
απαλυντης
IDX:
9923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9924
Key:

Data

{'content': 'worker of hides, currier'}