Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
ἀπαμάω2
ἀπαμβλίσκω
ἀπαμβλύνω
View word page
ἁπαλόχροος
soft-skinned

ShortDef

soft-skinned

Debugging

Headword:
ἁπαλόχροος
Headword (normalized):
ἁπαλόχροος
Headword (normalized/stripped):
απαλοχροος
IDX:
9922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9923
Key:

Data

{'content': 'soft-skinned'}