Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
ἀπαμάω2
ἀπαμβλίσκω
View word page
ἁπαλόφρων
soft-hearted
ShortDef
soft-hearted
Debugging
Headword:
ἁπαλόφρων
Headword (normalized):
ἁπαλόφρων
Headword (normalized/stripped):
απαλοφρων
IDX:
9921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9922
Key:
Data
{'content': 'soft-hearted'}