Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
ἀπαμάω2
View word page
ἁπαλοφόρος
wearing soft raiment

ShortDef

wearing soft raiment

Debugging

Headword:
ἁπαλοφόρος
Headword (normalized):
ἁπαλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
απαλοφορος
IDX:
9920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9921
Key:

Data

{'content': 'wearing soft raiment'}