Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
ἀπαμαλδύνω
ἀπαμαυρόω
ἀπαμάω
View word page
ἁπαλοτρεφής
well-fed, plump
ShortDef
well-fed, plump
Debugging
Headword:
ἁπαλοτρεφής
Headword (normalized):
ἁπαλοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
απαλοτρεφης
IDX:
9919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9920
Key:
Data
{'content': 'well-fed, plump'}