Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαλοιάω
ἀπαλοιφή
ἁπαλοκροκῶδες
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
ἁπαλφιτίζω
View word page
ἁπαλοσύγκριτος
of delicate texture

ShortDef

of delicate texture

Debugging

Headword:
ἁπαλοσύγκριτος
Headword (normalized):
ἁπαλοσύγκριτος
Headword (normalized/stripped):
απαλοσυγκριτος
IDX:
9916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9917
Key:

Data

{'content': 'of delicate texture'}