Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁπαλόθριξ
ἀπαλοιάω
ἀπαλοιφή
ἁπαλοκροκῶδες
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
ἁπαλυσμός
View word page
ἁπαλόστομος
delicate to the mouth

ShortDef

delicate to the mouth

Debugging

Headword:
ἁπαλόστομος
Headword (normalized):
ἁπαλόστομος
Headword (normalized/stripped):
απαλοστομος
IDX:
9915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9916
Key:

Data

{'content': 'delicate to the mouth'}