Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἀπαλοιάω
ἀπαλοιφή
ἁπαλοκροκῶδες
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
ἁπαλυντής
ἁπαλύνω
View word page
ἁπαλόσαρκος
with soft
ShortDef
with soft
Debugging
Headword:
ἁπαλόσαρκος
Headword (normalized):
ἁπαλόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
απαλοσαρκος
IDX:
9914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9915
Key:
Data
{'content': 'with soft'}