Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἀπαλοιάω
ἀπαλοιφή
ἁπαλοκροκῶδες
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
ἁπαλόφρων
ἁπαλόχροος
View word page
ἁπαλόπους
tenderfooted

ShortDef

tenderfooted

Debugging

Headword:
ἁπαλόπους
Headword (normalized):
ἁπαλόπους
Headword (normalized/stripped):
απαλοπους
IDX:
9912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9913
Key:

Data

{'content': 'tenderfooted'}