Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαλλοιόω
ἀπαλλότριος
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἀπαλοιάω
ἀπαλοιφή
ἁπαλοκροκῶδες
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
ἁπαλοφόρος
View word page
ἁπαλοπάρηος
with soft cheeks

ShortDef

with soft cheeks

Debugging

Headword:
ἁπαλοπάρηος
Headword (normalized):
ἁπαλοπάρηος
Headword (normalized/stripped):
απαλοπαρηος
IDX:
9910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9911
Key:

Data

{'content': 'with soft cheeks'}