Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαλλητός
ἀπαλλοιόω
ἀπαλλότριος
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἀπαλοιάω
ἀπαλοιφή
ἁπαλοκροκῶδες
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
ἁπαλοτρεφής
View word page
ἁπαλόπαις
delicate child
ShortDef
delicate child
Debugging
Headword:
ἁπαλόπαις
Headword (normalized):
ἁπαλόπαις
Headword (normalized/stripped):
απαλοπαις
IDX:
9909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9910
Key:
Data
{'content': 'delicate child'}