Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδάμαστος
ἀδάματος
ἀδάνειστος
ἀδάπανος
ἀδάρκη
ἄδαρτος
ἄδασμος
ἄδαστος
ἀδαχέω
ἄδδιξ
ἀδεαλτόω
ἀδεής
ἀδεής2
ἀδέητος
ἄδεια
ἄδεια2
Ἀδειγάνες
ἀδειγμάτιστος
ἄδεικτος
ἄδειλος
Ἀδείμαντος
View word page
ἀδεαλτόω
erase, deface
ShortDef
erase, deface
Debugging
Headword:
ἀδεαλτόω
Headword (normalized):
ἀδεαλτόω
Headword (normalized/stripped):
αδεαλτοω
IDX:
990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-991
Key:
Data
{'content': 'erase, deface'}