Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλητός
ἀπαλλοιόω
ἀπαλλότριος
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἀπαλοιάω
ἀπαλοιφή
ἁπαλοκροκῶδες
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
ἁπαλοσώματος
ἁπαλότης
View word page
ἁπαλοκροκῶδες
eye-salve
ShortDef
eye-salve
Debugging
Headword:
ἁπαλοκροκῶδες
Headword (normalized):
ἁπαλοκροκῶδες
Headword (normalized/stripped):
απαλοκροκωδες
IDX:
9908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9909
Key:
Data
{'content': 'eye-salve'}