Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαλλαξίκακος
ἀπάλλαξις
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλητός
ἀπαλλοιόω
ἀπαλλότριος
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἀπαλοιάω
ἀπαλοιφή
ἁπαλοκροκῶδες
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
ἁπαλόστομος
ἁπαλοσύγκριτος
View word page
ἀπαλοιάω
crush utterly
ShortDef
crush utterly
Debugging
Headword:
ἀπαλοιάω
Headword (normalized):
ἀπαλοιάω
Headword (normalized/stripped):
απαλοιαω
IDX:
9906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9907
Key:
Data
{'content': 'crush utterly'}