Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπαλλακτικός
ἀπαλλαξείω
ἀπαλλαξίκακος
ἀπάλλαξις
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλητός
ἀπαλλοιόω
ἀπαλλότριος
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἀπαλοιάω
ἀπαλοιφή
ἁπαλοκροκῶδες
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
ἁπαλός
ἁπαλόσαρκος
View word page
ἀπαλοάω
to thresh out
ShortDef
to thresh out
Debugging
Headword:
ἀπαλοάω
Headword (normalized):
ἀπαλοάω
Headword (normalized/stripped):
απαλοαω
IDX:
9904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9905
Key:
Data
{'content': 'to thresh out'}