Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαλλακτέος
ἀπαλλακτής
ἀπαλλακτικός
ἀπαλλαξείω
ἀπαλλαξίκακος
ἀπάλλαξις
ἀπαλλάσσω
ἀπαλλητός
ἀπαλλοιόω
ἀπαλλότριος
ἀπαλλοτριόω
ἀπαλλοτρίωσις
ἀπαλοάω
ἁπαλόθριξ
ἀπαλοιάω
ἀπαλοιφή
ἁπαλοκροκῶδες
ἁπαλόπαις
ἁπαλοπάρηος
ἁπαλοπλόκαμος
ἁπαλόπους
View word page
ἀπαλλοτριόω
to estrange, alienate

ShortDef

to estrange, alienate

Debugging

Headword:
ἀπαλλοτριόω
Headword (normalized):
ἀπαλλοτριόω
Headword (normalized/stripped):
απαλλοτριοω
IDX:
9902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9903
Key:

Data

{'content': 'to estrange, alienate'}