Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
Ἄβληρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
View word page
ἀβοηθί
without assistance

ShortDef

without assistance

Debugging

Headword:
ἀβοηθί
Headword (normalized):
ἀβοηθί
Headword (normalized/stripped):
αβοηθι
IDX:
98
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-99
Key:

Data

{'content': 'without assistance'}