Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαλγέω
ἀπάλγησις
ἀπαλειπτέον
ἀπαλείφω
ἀπαλέξησις
ἀπαλεξητικός
ἀπαλέξω
ἀπαλεύομαι
ἀπαληθεύω
ἀπαλθαίνομαι
ἀπάλθομαι
ἁπαλία
ἁπαλίας
ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέον
ἀπαλλακτέος
ἀπαλλακτής
ἀπαλλακτικός
ἀπαλλαξείω
ἀπαλλαξίκακος
ἀπάλλαξις
View word page
ἀπάλθομαι
be fully healed

ShortDef

be fully healed

Debugging

Headword:
ἀπάλθομαι
Headword (normalized):
ἀπάλθομαι
Headword (normalized/stripped):
απαλθομαι
IDX:
9887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9888
Key:

Data

{'content': 'be fully healed'}