Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαλαστέω
ἀπαλγέω
ἀπάλγησις
ἀπαλειπτέον
ἀπαλείφω
ἀπαλέξησις
ἀπαλεξητικός
ἀπαλέξω
ἀπαλεύομαι
ἀπαληθεύω
ἀπαλθαίνομαι
ἀπάλθομαι
ἁπαλία
ἁπαλίας
ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέον
ἀπαλλακτέος
ἀπαλλακτής
ἀπαλλακτικός
ἀπαλλαξείω
ἀπαλλαξίκακος
View word page
ἀπαλθαίνομαι
to heal thoroughly

ShortDef

to heal thoroughly

Debugging

Headword:
ἀπαλθαίνομαι
Headword (normalized):
ἀπαλθαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
απαλθαινομαι
IDX:
9886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9887
Key:

Data

{'content': 'to heal thoroughly'}