Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπαλάομαι
ἀπαλαστέω
ἀπαλγέω
ἀπάλγησις
ἀπαλειπτέον
ἀπαλείφω
ἀπαλέξησις
ἀπαλεξητικός
ἀπαλέξω
ἀπαλεύομαι
ἀπαληθεύω
ἀπαλθαίνομαι
ἀπάλθομαι
ἁπαλία
ἁπαλίας
ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέον
ἀπαλλακτέος
ἀπαλλακτής
ἀπαλλακτικός
ἀπαλλαξείω
View word page
ἀπαληθεύω
to speak the whole truth

ShortDef

to speak the whole truth

Debugging

Headword:
ἀπαληθεύω
Headword (normalized):
ἀπαληθεύω
Headword (normalized/stripped):
απαληθευω
IDX:
9885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9886
Key:

Data

{'content': 'to speak the whole truth'}