Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
ἀπαλαστέω
ἀπαλγέω
ἀπάλγησις
ἀπαλειπτέον
ἀπαλείφω
ἀπαλέξησις
ἀπαλεξητικός
ἀπαλέξω
ἀπαλεύομαι
ἀπαληθεύω
ἀπαλθαίνομαι
ἀπάλθομαι
ἁπαλία
ἁπαλίας
ἀπαλλαγή
ἀπαλλακτέον
ἀπαλλακτέος
ἀπαλλακτής
View word page
ἀπαλέξω
to ward

ShortDef

to ward

Debugging

Headword:
ἀπαλέξω
Headword (normalized):
ἀπαλέξω
Headword (normalized/stripped):
απαλεξω
IDX:
9883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9884
Key:

Data

{'content': 'to ward'}