Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάλαιστρος
ἀπαλαίωτος
ἀπάλαλκε
ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
ἀπαλαστέω
ἀπαλγέω
ἀπάλγησις
ἀπαλειπτέον
ἀπαλείφω
ἀπαλέξησις
ἀπαλεξητικός
ἀπαλέξω
ἀπαλεύομαι
ἀπαληθεύω
ἀπαλθαίνομαι
ἀπάλθομαι
ἁπαλία
ἁπαλίας
ἀπαλλαγή
View word page
ἀπαλείφω
to wipe off, expunge

ShortDef

to wipe off, expunge

Debugging

Headword:
ἀπαλείφω
Headword (normalized):
ἀπαλείφω
Headword (normalized/stripped):
απαλειφω
IDX:
9880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9881
Key:

Data

{'content': 'to wipe off, expunge'}