Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπακριβόομαι
ἀπακταίνω
ἀπακτέον
ἀπακτός
ἀπάλαιστος
ἀπάλαιστρος
ἀπαλαίωτος
ἀπάλαλκε
ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
ἀπαλαστέω
ἀπαλγέω
ἀπάλγησις
ἀπαλειπτέον
ἀπαλείφω
ἀπαλέξησις
ἀπαλεξητικός
ἀπαλέξω
ἀπαλεύομαι
ἀπαληθεύω
View word page
ἀπαλάομαι
to go astray, wander

ShortDef

to go astray, wander

Debugging

Headword:
ἀπαλάομαι
Headword (normalized):
ἀπαλάομαι
Headword (normalized/stripped):
απαλαομαι
IDX:
9875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9876
Key:

Data

{'content': 'to go astray, wander'}