Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάκρας
ἀπακριβόομαι
ἀπακταίνω
ἀπακτέον
ἀπακτός
ἀπάλαιστος
ἀπάλαιστρος
ἀπαλαίωτος
ἀπάλαλκε
ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
ἀπαλαστέω
ἀπαλγέω
ἀπάλγησις
ἀπαλειπτέον
ἀπαλείφω
ἀπαλέξησις
ἀπαλεξητικός
ἀπαλέξω
ἀπαλεύομαι
View word page
ἀπάλαμος
helpless

ShortDef

helpless

Debugging

Headword:
ἀπάλαμος
Headword (normalized):
ἀπάλαμος
Headword (normalized/stripped):
απαλαμος
IDX:
9874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9875
Key:

Data

{'content': 'helpless'}