Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπακονάω
ἀπακοντίζω
ἀπάκρας
ἀπακριβόομαι
ἀπακταίνω
ἀπακτέον
ἀπακτός
ἀπάλαιστος
ἀπάλαιστρος
ἀπαλαίωτος
ἀπάλαλκε
ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
ἀπαλαστέω
ἀπαλγέω
ἀπάλγησις
ἀπαλειπτέον
ἀπαλείφω
ἀπαλέξησις
ἀπαλεξητικός
View word page
ἀπάλαλκε
to ward off

ShortDef

to ward off

Debugging

Headword:
ἀπάλαλκε
Headword (normalized):
ἀπάλαλκε
Headword (normalized/stripped):
απαλαλκε
IDX:
9872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9873
Key:

Data

{'content': 'to ward off'}