Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπακμή
ἀπακονάω
ἀπακοντίζω
ἀπάκρας
ἀπακριβόομαι
ἀπακταίνω
ἀπακτέον
ἀπακτός
ἀπάλαιστος
ἀπάλαιστρος
ἀπαλαίωτος
ἀπάλαλκε
ἀπάλαμνος
ἀπάλαμος
ἀπαλάομαι
ἀπαλαστέω
ἀπαλγέω
ἀπάλγησις
ἀπαλειπτέον
ἀπαλείφω
ἀπαλέξησις
View word page
ἀπαλαίωτος
not growing old

ShortDef

not growing old

Debugging

Headword:
ἀπαλαίωτος
Headword (normalized):
ἀπαλαίωτος
Headword (normalized/stripped):
απαλαιωτος
IDX:
9871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9872
Key:

Data

{'content': 'not growing old'}