Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
ὠχρότης
ὤχρωμα
ὤψ
ὠψά
ὠώ
ᾠώδης
View word page
ὤχρωμα
pallor

ShortDef

pallor

Debugging

Headword:
ὤχρωμα
Headword (normalized):
ὤχρωμα
Headword (normalized/stripped):
ωχρωμα
IDX:
98575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98576
Key:

Data

{'content': 'pallor'}