Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
ὠχρότης
ὤχρωμα
ὤψ
ὠψά
ὠώ
ᾠώδης
View word page
ὠχρότης
paleness

ShortDef

paleness

Debugging

Headword:
ὠχρότης
Headword (normalized):
ὠχρότης
Headword (normalized/stripped):
ωχροτης
IDX:
98574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98575
Key:

Data

{'content': 'paleness'}