Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
ὠχρότης
ὤχρωμα
ὤψ
ὠψά
ὠώ
ᾠώδης
View word page
ὦχρος
paleness, wanness

ShortDef

paleness, wanness

Debugging

Headword:
ὦχρος
Headword (normalized):
ὦχρος
Headword (normalized/stripped):
ωχρος
IDX:
98572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98573
Key:

Data

{'content': 'paleness, wanness'}