Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
ὠχρότης
ὤχρωμα
ὤψ
ὠψά
ὠώ
ᾠώδης
View word page
ὠχρός
pale, wan, sallow

ShortDef

pale, wan, sallow

Debugging

Headword:
ὠχρός
Headword (normalized):
ὠχρός
Headword (normalized/stripped):
ωχρος
IDX:
98571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98572
Key:

Data

{'content': 'pale, wan, sallow'}