Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
ὠχρότης
ὤχρωμα
ὤψ
ὠψά
ὠώ
ᾠώδης
View word page
ὠχροποιός
making pale
ShortDef
making pale
Debugging
Headword:
ὠχροποιός
Headword (normalized):
ὠχροποιός
Headword (normalized/stripped):
ωχροποιος
IDX:
98570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98571
Key:
Data
{'content': 'making pale'}