Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
ὠχρότης
ὤχρωμα
ὤψ
ὠψά
ὠώ
ᾠώδης
View word page
ὠχροπελιός
luridus

ShortDef

luridus

Debugging

Headword:
ὠχροπελιός
Headword (normalized):
ὠχροπελιός
Headword (normalized/stripped):
ωχροπελιος
IDX:
98569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98570
Key:

Data

{'content': 'luridus'}