Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
ὠχρότης
ὤχρωμα
ὤψ
ὠψά
ὠώ
View word page
ὠχρόξανθος
of a pale yellow colour

ShortDef

of a pale yellow colour

Debugging

Headword:
ὠχρόξανθος
Headword (normalized):
ὠχρόξανθος
Headword (normalized/stripped):
ωχροξανθος
IDX:
98568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98569
Key:

Data

{'content': 'of a pale yellow colour'}