Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὠχραίνω
ὠχραντικός
ὠχράω
ὠχρία
ὠχρίας
ὠχρίασις
ὠχριάω
ὠχροειδής
ὠχρόλευκος
ὠχρομέλας
ὠχρόμματος
ὠχρόξανθος
ὠχροπελιός
ὠχροποιός
ὠχρός
ὦχρος
ὠχροσύνη
ὠχρότης
ὤχρωμα
ὤψ
ὠψά
View word page
ὠχρόμματος
pale-eyed

ShortDef

pale-eyed

Debugging

Headword:
ὠχρόμματος
Headword (normalized):
ὠχρόμματος
Headword (normalized/stripped):
ωχρομματος
IDX:
98567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-98568
Key:

Data

{'content': 'pale-eyed'}